χαρτζιλικώνω

χαρτζιλικώνω
Ν [χαρτζιλίκι]
δίνω σε κάποιον χαρτζιλίκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαρτζιλικώνω — χαρτζιλικώνω, χαρτζιλίκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαρτζιλικώνω — χαρτζιλίκωσα, χαρτζιλικώθηκα, χαρτζιλικωμένος, δίνω σε κάποιον χαρτζιλίκι για τα μικρά του έξοδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρτζιλίκωμα — το, Ν [χαρτζιλικώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρτζιλικώνω …   Dictionary of Greek

  • χαρτζιλίκωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του χαρτζιλικώνω, ο εφοδιασμός κάποιου με μικρά χρηματικά ποσά για τα καθημερινά μικροέξοδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”